- ἀδολεσχεῖν
- ἀ̱δολεσχεῖν , ἀδολεσχέωtalk idlypres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηβύσσειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀδολεσχεῑν» … Dictionary of Greek
στοιχομυθώ — έω, Α 1. στοιχηγορῶ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «στοιχομυθεῑν τὸ ἐφεξῆς λέγειν καὶ ἀδολεσχεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + μυθῶ (< μῦθος), πρβλ. ἀερο μυθῶ] … Dictionary of Greek
φυλλεί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀδολεσχεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ., ο οποίος πιθ. συνδέεται με τη λ. φύλλον] … Dictionary of Greek